μαίνονται

μαίνονται
μαίνομαι
rage
pres ind mp 3rd pl

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • μαίνονθ' — μαίνονται , μαίνομαι rage pres ind mp 3rd pl μαίνοντο , μαίνομαι rage imperf ind mp 3rd pl (homeric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Sport en Grèce antique — Le Diadumène de Polyclète : athlète ceignant sa tête du bandeau de la victoire, musée national archéologique d Athènes La pratique du sport est l une des caractéristiques de la civilisation grecque antique. Le premier livre des Macchabées… …   Wikipédia en Français

  • HIPPOMANES — I. HIPPOMANES Archon Athenis, τῶ Δεκαετῶν seu Decennalium IV. τῶ Κοδριδῶν τοῦ γένους, e Codri stirpe, dicitur Βα???ιλεύςας, Suid. in Πάριππον. Nam et decenali huic Magistratui Regis nomen, quamvis minus proprie dari nonnumquam diximus in voce… …   Hofmann J. Lexicon universale

  • μαίνομαι — (AM μαίνομαι) 1. είμαι ή γίνομαι μανιώδης, κατέχομαι από μανία («χεῑρες ἄαπτοι μαίνονται», Ομ. Ιλ.) 2. είμαι πολύ οργισμένος, πνέω μένεα («πατὴρ φρεσὶ μαίνεται οὐκ ἀγαθῇσι», Ομ. Ιλ.) 3. ξεσπώ ορμητικά, εκδηλώνομαι με ακατάσχετη ορμή, μανιάζω (α.… …   Dictionary of Greek

  • στοιχείο — Χρησιμοποιείται συνηθέστερα στον πληθυντικό: στοιχειά. Όντα της νεοελληνικής λαϊκής μυθολογίας. Σύμφωνα με τις παλιότερες λαϊκές παραδόσεις, σ. έχουν τα σπίτια, οι σπηλιές, τα χωράφια, τα πηγάδια. Συνήθως βγαίνουν τη νύχτα, με διάφορες μορφές: ως …   Dictionary of Greek

  • Αφγανιστάν — Κράτος της νοτιοκεντρικής Ασίας.Συνορεύει στα Β με το Τουρκμενιστάν (ΒΔ), το Ουζμπεκιστάν, το Τατζικιστάν (ΒΑ) και την Κίνα (ΒΑ), στα Α και Ν με το Πακιστάν και στα Δ με το Ιράν.Το Α. βρίσκεται στο κέντρο της αχανούς νότιας Ασίας, ανάμεσα σε μια… …   Dictionary of Greek

  • Μίλοζ, Τσέσλαβ — (Czeslaw Milosz, Σετεϊνιάι, Λιθουανία 1911 –). Αμερικανοπολωνός συγγραφέας. Σπούδασε στο Βίλνιους, το οποίο εκείνη την εποχή ανήκε στην Πολωνία. Συνιδρυτής της λογοτεχνικής ομάδας Ζάγκαρι, στην δεκαετία του ’30 κυκλοφόρησε δύο ποιητικές συλλογές… …   Dictionary of Greek

  • στοιχείο — το 1. συστατικό μέρος, καθένα από τα απλά μέρη από τα οποία αποτελείται ένα πράγμα: Έλαβε υπόψη του όλα τα στοιχεία αυτής της υπόθεσης. – Βρήκε τα καλολογικά στοιχεία αυτού του ποιήματος. 2. απλό σώμα: Το οξυγόνο ανήκει στα αμέταλλα στοιχεία. 3.… …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • διαλυμαίνονται — διαλῡμαίνονται , διαλυμαίνομαι maltreat shamefully pres ind mp 3rd pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • καταλυμαίνονται — καταλῡμαίνονται , καταλυμαίνομαι ruin utterly pres ind mp 3rd pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”